Είναι ένα ζευγάρι του χώρου, ο τύπος αναρχικός, η τύπισσα αριστερίστρια και μένουν σ” ένα δυαράκι στη Ζωοδόχου Πηγής. Μια μέρα που κάθονταν στο σπίτι και παντοφλιάζανε τρώγοντας πίτσα και βλέποντας ταινία τους τελείωσαν τα τσιγάρα.
Λέει το λοιπόν ο τύπος «θα πάω εγώ», παίρνει τη μηχανή και κατεβαίνει προς την πλατεία. Όπως κατεβαίνει την Αραχώβης βλέπει μια κοπέλα να του κάνει νόημα. Σταματάει και αυτή τον ρωτάει που είναι το «Πωλείται». Προσπαθεί να της εξηγήσει (τρίτο στενό δεξιά και πρώτο αριστερά και δε συμμαζεύεται και τα ρέστα…) αλλά η κοπελιά δε δείχνει να καταλαβαίνει.
Της λέει δίπλα είναι, ανέβα να σε πάω. Ανεβαίνει όντως αυτή, την πηγαίνει, «α, του λέει αυτό είναι; Ξενέρωσα, δεν πολυγουστάρω τη φάση, και είναι και δίπλα στο σπίτι μου, εδώ δίπλα στη Φειδίου μένω, δε με πας μέχρι εκεί;»
Την πάει ο τύπος, του λέει αυτή» σε παίδεψα ανέβα να σε κεράσω ένα ποτό», της λέει βιάζομαι, βγήκα να πάρω τσιγάρα και με περιμένει η κοπέλα μου, «έλα ρε του λέει ανέβα για μισό», τι να κάνει αυτός ανεβαίνει, το μισό
γίνεται ένα, πιάνουν κουβέντα, πίνουν δυο τρία, αρχίζουν να χαμουρεύονται, παίζει και το σχετικό σεξάκι και ξαφνικά ο τύπος συνειδητοποιεί ότι έχει βγει για τσιγάρα και έχει αργήσει τρεις ώρες.
Σηκώνεται και φεύγει και πλακώνεται με χίλια με την μηχανή, περνάει από την πλατεία, παίρνει εκείνα τα ρημαδοτσιγάρα που λέγαμε και επιστρέφει στο σπίτι σκεπτόμενος «τι θα κάνω τώρα, θα με σκίσει η άλλη». Κάποια στιγμή τρώει ένα φλας, σταματάει τη μηχανή, βγάζει το σωληνάκι και αρχίζει να πασαλείβεται με βενζίνη, δεξί χέρι, αριστερό χέρι. Ξανανεβαίνει στη μηχανή και φτάνει στο σπίτι.
– Άντε ρε, τι έγινες , τον ρωτάει η καλή του.
– Άσε της λέει έμπλεξα. Όπως κατέβαινα πλατεία μου κάνει νόημα μια κοπέλα που ήθελε να πάει στο «Πωλείται» και δεν το έβρισκε, της λέω ανέβα να σε πάω, δεν της άρεσε οπότε την πήγα μέχρι το σπίτι της, μου είπε να με κεράσει ένα ποτό, ανέβηκα, ε, χαμουρευτήκαμε λίγο, το κάναμε κιόλας…
Και του απαντάει η άλλη:
– Άσε ρε σε ποιον τα πουλάς αυτά; Πάλι μπουκάλια σε μπάτσους ρίχνατε…