Η μικρή Αννούλα, καθισμένη στο παγκάκι του πάρκου στη διάρκεια του διαλείμματος του δημοτικού, χάζευε τα παπάκια στη λιμνούλα. Έξαφνα, από την άκρη του μονοπατιού, εμφανίζεται ένα γλυκύτατος παππούλης.
Ο παππούλης, πλησιάζει την Αννούλα, κάθεται δίπλα της, βγάζει ένα σακουλάκι καραμέλες και αρχίζει να τρώει μία από αυτές. Η Αννούλα κοιτάει τις καραμέλες, κοιτάει και τον παππού που τις καταπίνει λαίμαργα. Ο Παππούς που την παίρνει αμέσως πρέφα τη δουλειά, λέει στην Αννούλα:
– Σ’ αρέσουν οι καραμέλες κοριτσάκι; Αν σου δώσω μία, θα με αφήσεις να σου χαϊδέψω τα μαλλιά;
– Εντάξει, λέει η Αννούλα, και παίρνει την καραμέλα. Μετά από λίγη ώρα, ο παππούλης ξανα λέει:
– Κοριτσάκι, αν σου δώσω άλλη μία καραμέλα, θα με αφήσεις να σου χαϊδέψω τα μπουτάκια;
Η Αννούλα, κοιτάει το σακούλι με τις καραμέλες, κοιτάει τον παππού και λέει:
– Εντάξει, και παίρνει την καραμέλα.
(Φυσικά, δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο παππούλης της χαϊδεύει τα μπουτάκια ….) Δεν έχει περάσει πολύ ώρα, και ο παππούλης ρωτάει ξανά την Αννούλα:
– Κοριτσάκι, θα σου δώσω δύο καραμελίτσες, αν με αφήσεις να σου χαϊδέψω το στήθος. Η Αννούλα το σκέφτεται λίγο το πράγμα και δέχεται ….
Δεν θα έχουν περάσει τρία λεπτά από τη στιγμή που ο παππούλης άρχισε να χαϊδεύει το στήθος της μικρής Αννούλας, οπότε ξαναμμένος της λέει:
– Κοριτσάκι, αν σου έδινα πέντε καραμέλες, θα με άφηνες ….
Οπότε, πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση σου του, η Αννούλα, εκνευρισμένη του λέει:
– Θα τραβήξει μακριά αυτή η ιστορία, γέρο; Δώσε μου όλο το σακουλάκι, να σου κάνω ένα τσιμπούκι, να τελειώνουμε ….