Η δεκαεξάχρονη κορούλα, ένα ωραίο μεσημέρι, μετά το φαΐ πλησιάζει τον πατέρα της.
– Μπαμπά.
– Τι θες;
– Εεε, να (τρίψιμο του ποδιού στο πάτωμα, το δάχτυλο στο στόμα), οι φίλες μου κάνουν ένα πάρτι σήμερα και …
– Τι! ούτε να το σκέφτεσαι! Η κόρη μου σε πάρτι. Πάει χάλασε ο κόσμος! Θα κάτσεις μέσα.
– Έλα καλέ μπαμπά, όλες οι φίλες μου θα πάνε, άσε με να πάω, σε παρακαλώ, σε παρακαλωωωώ.
…
– Καλά.
…
– Εεε, να (ξύσιμο του κεφαλιού προς δήλωση αμηχανίας), όλες οι φίλες μου θα γυρίσουν κατά τις δώδεκα …
– ΑΑρργκ, ΔΩΔΕΚΑ! Ο κόσμος θα νομίζει ότι η κόρη μου είναι καμιά π****α ! Οκτώ η ώρα θα είσαι όχι απλώς πίσω, αλλά στο κρεβάτι σου.
– Ελα καλέ μπαμπά, σε παρακαλώ, όλα τα κορίτσια θα γυρίσουν μαζί στις δώδεκα, άσε με να κάτσω, αν φύγω θα με κοροϊδεύουν, σε παρακαλώ.
…
– Καλά.
…
– Μπαμπά, ξέρεις, να, ήθελα να …
– Τι είναι πάλι;
– Εεεε, να (έντονο τρίψιμο του ποδιού στο πάτωμα, τα χέρια πίσω από την πλάτη), να φορέσω μίνι φούστα.
– Γουάουυυ! Αυτό τα ξεπερνάει όλα! ΕΙΝΑΙ ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ! ΠΟΥ ΟΔΕΥΕΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΝΕΟΛΑΙΑ; ΑΝ Είναι ποτέ δυνατόν!
– Μα …
– Δεν ακούω τίποτα.
– … (ικετευτικό βλέμα).
– Α-πο-κλεί-ε-ται.
– Έλα καλέ μπαμπά, το θέλω τόσο πολύ …
– Το θέλεις πολύ;
– Ναι.
– Κάνε μου μια πίπα τότε.
Πέφτει στα γόνατα η κορούλα, ξεκουμπώνει το παντελόνι του πατέρα της, του κάνει ένα τσιμπούκι, και ξανασηκώνεται.
– Σ” άρεσε μωρή; Σ” άρεσε;
– Καλό ήταν, μπαμπά, αλλά να, μύριζε σκατίλα.
– Εμ να, βλέπεις χθες ο αδερφός σου ήθελε το αμάξι για να πάει στα μπουζούκια.