Ο άντρας της Λένας πολεμά στα χαρακώματα εδώ και ένα χρόνο. Μην μπορώντας να αντέξει τη μοναξιά, αποφασίζει να πάρει τα πράγματά της και να πάει κοντά του στον πόλεμο. Μια και δυο ξεκινά με τα μπογαλάκια της και φτάνει στο στρατόπεδο. Ρωτάει πού μπορεί να βρει τον άντρα της, της λένε ότι βρίσκεται στα χαρακώματα με το λόχο ολόκληρο και πολεμάνε και ξεκινάει για εκεί. Τον βρίσκει και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
Λένα: Μπάμπη! Άντρα μου! Επιτέλους σε βρήκα!
Μπάμπης: Λένα! Γυναίκα μου! Μα καλά, τι κάνεις εσύ εδώ? Εδώ πολεμούμε για την πατρίδα.
Λ: Δεν μπορούσα μακριά σου άντρα μου και ήρθα. Σας έφερα και πολλά φαγητά, πίττες, γλυκά για να φάτε να χορτάσετε…
Μ: Καλά μωρέ γυναίκα, τό ΄χασες τελείως? Εμείς εδώ είμαστε μες στον πόλεμο, πού να βρούμε χρόνο για φαγητό και τέτοια… εμείς αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάποιον να μας ράψει λίγο τα ρούχα που έχουν τρύπες και κρυώνουμε, να μας μαντάρει τις κάλτσες και τέτοια…
Λ: Κανένα πρόβλημα άντρα μου, θα τα κάνω όλα εγώ!
Ξεκινάει λοιπόν η Λένα να ράβει τα ρούχα, να μπαλώνει τα παντελόνια και να μαντάρει τις κάλτσες των στρατιωτών. Εκεί που καθόταν, ξαφνικά έρχεται μια οβίδα προς τα πάνω της και σκάει μπροστά της, σκοτώνοντας την άτυχη γυναίκα.
Ποιο το ηθικό δίδαγμα?
Η Λένα προ του τέλους μαντάριζε!