Κάποτε πήγε ένας επιχειρηματίας να κουρευτεί στον τακτικό του κουρέα. Την ώρα που τον κούρευε και συζητούσανε για τα άπειρα πράγματα που συνήθως λέγονται από τους κουρείς όταν έχουν πελάτη για να του σηκώνονται οι τρίχες και να τον κουρεύουν ευκολότερα, μπαίνει μέσα στο μαγαζί ένας πιτσιρικάς με ύφος ελαφρώς γκαγκά.
Μόλις τον βλέπει ο κουρέας σκύβει και λέει ψιθυριστά στο αυτί του επιχειρηματία:
– Αυτός είναι ο Χρήστος, το πιο χαζό παιδί που μπορεί να σου τύχει ποτέ. Τώρα θα σου δείξω τι εννοώ.
Και λέγοντας αυτά βγάζει από την τσέπη του ένα ελεεινό και τρισάθλιο «εικοσάρικο» και ένα κολλαριστό «πεντάευρω» και λέει του πιτσιρικά να πάρει όποιο θέλει. Ο μικρός τα κοιτάει λίγο και μετά απλώνει το χέρι του, παίρνει το κολλαριστό πεντάευρω και το βάζει στη τσέπη του.
– Είδες που στα” λεγα, λέει ο κουρέας. Πρόκειται για τελείως βλάκα.
Μετά από το περιστατικό, ο πιτσιρικάς λουφάζει γελώντας χαζά σε μια γωνιά και ο κουρέας τελειώνει επιτέλους το θεάρεστο έργο του.
Ο επιχειρηματίας φεύγοντας πλησιάζει τον πιτσιρικά και τον ρωτάει ψιθυριστά:
– Ρε συ Χρήστο αγόρι μου, γιατί πήρες το πεντάευρω αφού μπορούσες να πάρεις το εικοσάρικο που είναι πιο πολλά λεφτά;
O Χρήστος τον κοιτάει για λίγο στα μάτια και μετά του λέει:
– Γιατί άμα πάρω το εικοσάρικο δε θα μου ξαναδώσει να διαλέξω.