Ήταν ένα μεσημεράκι στη ζούγκλα, όπου ο ήλιος έκαιγε ανυπόφορα. Κάπου σε ένα ξέφωτο ο λαγός είχε βάλει τα αρχί****α του πάνω σε ένα βράχο, ενώ με έναν άλλο τα χτυπούσε με δύναμη. Κάθε φορά που τα χτύπαγε φώναζε με ηδονικό ύφος:
– Κάυλα…
Ο λαγός συνέχιζε το «παιχνίδι» του, όταν κάποια στιγμή τον παίρνει χαμπάρι το λιοντάρι. Στην αρχή παραξενεύεται, αλλά σύντομα αρχίζουν και του περνούν διάφορες σκέψεις από το μυαλό…
– Δεν είναι δυνατόν ο μικρός και ασήμαντος λαγός να το κάνει αυτό και να καυλώνει, και εγώ ο βασιλιάς των ζώων να μην το έχω δοκιμάσει ακόμα…
Έτσι, αποφασισμένος πάει στο λαγό, του παίρνει την πέτρα, τον παραμερίζει και βάζει αυτός τα αρχί****α του πάνω στο βράχο. Σηκώνει την πέτρα ψηλά, την κατεβάζει με δύναμη πάνω στα αρχί****α του…….
– Ααααααααααααααααα… , φωνάζει σαν να το πυροβολήσανε. Κοιτάει τα αρχί****α του τα οποία ήταν ματωμένα σε κακό χάλι. Γυρνάει στο λαγό…
– Ρε μαλά***α λαγέ, που στο διάολο τη βρίσκεις την καύλα σ αυτό;
Και ο λαγός…
– Η καύλα είναι να μην τα πετυχαίνεις…