Ο έγγαμος βίος ενός ταξιτζή (όχι όλων)



Όλα ξεκινάνε όταν κολλάς στην αρχή της Τσιμισκή. Έχεις αργήσει 20 λεπτά στο meeting, έχεις ξεχάσει να γράψεις την αναφορά για την σημερινή συνάντηση με τον Διευθυντή, τα μαλλιά σου έχουν ακόμη γαρύφαλλα από τη χθεσινή καταστροφή, φοράς δύο διαφορετικές κάλτσες, η αναπνοή σου σκοτώνει την κοινωνική σου ζωή και ενώ είσαι έτοιμος να παραδεχτείς επιτέλους το «πόσο ******ς ανεύθυνος είμαι, εγώ φταίω για όλα», έρχεται από μηχανής θεός ο ταξιτζής-κοινωνιολόγος να δώσει άλλοθι φανερώνοντας την πραγματική αλήθεια, το root of all evil, αυτό που πραγματικά σε έκανε να ξεχάσεις να πλύνεις τα δόντια σου, σε καθυστέρησε στο δρόμο, δεν σε άφησε να τελειώσεις την αναφορά και εσκεμμένα μπέρδεψε τις κάλτσες σου για να φαίνεσαι σαν παγώνι και ποιο σημαντικό σου δημιούργησε ενοχές και σε έκανε να σκεφτείς άσχημα για τον εαυτό σου «πόσο ******ς είμαι», ενώ εσύ είσαι απλά ένα άδολο και αθώο θύμα.

Ταρίφας : Ααααααχχχχ (βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό), ΠΟυυυΤΑααΝεεεςςς ( η λέξη σκαλώνει ανάμεσα στα δόντια, διανύοντας τη διαδρομή λάρυγγα-φάρυγγα σχεδόν όσο χρειάζεται για να ξεκολλήσουμε από την κίνηση).
Σουφρώνω τα χείλια, σηκώνω τα φρύδια και κουνάω το κεφάλι συγκαταβατικά, έχοντας ακόμη στο μυαλό μου τύψεις και ενοχές που δεν έδειξα τον ίδιο ζήλο να τελειώσω την αναφορά όσο έδειξα για να τελειώσω τα αποθέματα λουλουδιών για χάριν της τραγουδιάρας.
Ταρίφας : Ψίτ, κύριος? Παντρεμένος?
Πελάτης: Εγώ ? Μπά, μικρός είμαι ακόμη.
Ταρίφας : Καλά κάνεις, εγώ που παντρεύτηκα μικρός τι κατάλαβα? ΠουυΤΑααΝεεεςςς (και κουνά το κεφάλι δεξιά αριστερά ακολουθώντας τον ρυθμό των λέξεων). Το ξέρεις ότι για όλα φταίει αυτό το καταραμένο το *****, έτσι?
Πελάτης: Τι εννοείτε κύριε?
Ταρίφας : Άσε τα κύριε τώρα, Παναγή με λένε.
Πελάτης: Τι εννοείτε κύριε Παναγή?
Ταρίφας : Το ***** ρε καρντάση, είναι δηλητήριο. Γλυκό το ρημάδι, άλλα άμα δοκιμάσεις γίνεσαι δούλος. Δούλος του *****ού ρεεε. Μουνόδουλος, πώς να στο πω?
Πελάτης: Ά, κύριε Παναγή, δεν θα συμφωνήσω. – αν και στη προκειμένη περίπτωση θα με βόλευε αφάνταστα να τα ρίξω όλα στο ακατονόμαστο- Το να έχεις μια υγιή σχέση σε ολοκληρώνει σαν άνθρωπο, σε γεμίζει…..
Ταρίφας : Σε γεμίζει ΤΥΨΕΙΣ (με διακόπτει αυστηρά). Σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι ******ς, ότι εσύ φταις για όλα, σε αποσυντονίζει σε βαθμό που μπερδεύεις τις κάλτσες σου.
Κατεβάζω το αριστερό μπατζάκι για να κρύψω την λάθος κάλτσα μου, σε μια προσπάθεια να αντικρούσω το επιχείρημα του.
Πελάτης: Μα γιατί το λέτε αυτό? Εσείς τη γυναίκα σας δεν την αγαπάτε? Δεν φροντίζει ο ένας τον άλλον? Δεν είναι εκεί δίπλα σας όταν νοιώθετε μόνος στο κόσμο και το μόνο που χρειάζεστε είναι μια αγκαλιά που φωνάζει «δεν είσαι μόνος»?
Ο ταρίφας αφήνει το τιμόνι και γυρνάει όλος προς τα πίσω, ενώ το ταξί συνεχίζει να κινείται. Εγώ έντρομος κρατιέμαι από τα χερούλια, ευχόμενος να είχα συμφωνήσει στο ότι όλες οι γυναίκες είναι ΠΟυυυΤααΝεςςςς και μην έχοντας λόγο διαφωνίας να μιλούσαμε για τον καιρό.
Ταρίφας : Η γυναίκα μου καρντάση, είναι η μεγαλύτερη ******* απ” όλες. Γι” αυτό την παντρεύτηκα.
Πελάτης: Χμμμ, για να την χαρείτε λίγο ακόμη, δεν πιάνετε λίγο το τιμόνι γιατί νομίζω ότι μπορώ να διαβάσω την εφημερίδα του μπροστινού.
Ταρίφας : – χωρίς να πτοηθεί- Ξέρεις πόσο καιρό με πήρε να την ρίξω?
Πελάτης: – απαντάω σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια να βρω το χρώμα μου που έχει κυλήσει κάπου κοντά στη λάθος κάλτσα μου- Πόσο???
Ταρίφας : 18μιση ολάκερους μήνες, καρντάση. Και ξέρεις γιατί?
Πελάτης: Γιατί?? – είμαι σίγουρος ότι η σύγκρουση με το προπορευόμενο όχημα είναι αναπόφευκτη και δε χρειάζεται πια να ανησυχώ πια για το meeting-
Ταρίφας : Γιατί ήταν ******* – και με μια απότομη κίνηση βάζει το χέρι του στο τιμόνι, κάνει μια ανέλπιστη μανούβρα, αποφεύγει το μπροστινό, με το άλλο χέρι του πετάει μια μούντζα, ψιθυρίζει «******», και επαναφέρει το κορμί του στην φυσιολογική του θέση-.

Εγώ, ασθμαίνοντας παίρνω το σφυγμό, μου και αφού διαπιστώνω ότι έπεσε κάτω από τις 180 σφύξεις, παίρνω το θάρρος να τον ρωτήσω:
Πελάτης: Να με συγχωρείτε κιόλας κύριε Παναή, άλλα αν ήταν *******, όπως εσείς υποστηρίζεται, το φυσιολογικό δεν θα ήταν να σας κάτσει με την πρώτη?
BIG MISTAKE!!! Ο ταρίφας ξαναπαρατάει το τιμόνι, και παίρνοντας ένα σαρκαστικό ύφος, ξαναγυρνάει πίσω για να με βλέπει όταν μου μιλάει, γιατί φαντάζομαι δεν είναι ευγενικό να μιλάς σε κάποιον με γυρισμένη την πλάτη.
Ταρίφας : Άκου ρε, τι με λέει!! Δεν με λες ρε καρντάση με το παρντόν κιόλα , αλλά μήπως είσαι πισωγλέντης?
Πελάτης: -ξεχνώντας προς στιγμήν την κρισιμότητα της κατάστασης μια και η αντρική μου υπόσταση βρίσκεται να βάλλεται απαντάω- Έ όχι και ομοφυλόφιλος κύριε Παναγή μου, δυο μέτρα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά!! – χοντραίνοντας τη φωνή μου σε μια προσπάθεια να ενισχύσω το επιχείρημα μου και να επιδείξω πυγμή-
Ο ταρίφας γυρνάει ξανά στη θέση του και δείχνοντας κάπως ανακουφισμένος απαντά:
Ταρίφας : Όχι, ρε παιδί μου ντάξει, μην με παρεξηγείς.
Πελάτης: Όχι κύριε Παναγή μου, σε παρεξηγώ και σε παραπαρεξηγώ – και επιχειρώντας να μιλήσω στη γλώσσα του με σκοπό να διαλύσω κάθε αμφιβολία, επιστρατεύω την τελευταία ατάκα που ψάρεψα από ταξιτζή για το θέμα της ομοφυλοφιλίας- Ο αντρικός ***** κυρ-Παναγή μου είναι μόνο για να εξάγει, όχι για να εισάγει.
Ταρίφας : Ά, να γεια σου, τώρα με μιλάς σωστά. Και επειδή με αρέσεις πολύ επειδή είσαι και καλό παιδί θα σε πω ένα μυστικό.
Πελάτης: Είμαι όλος αυτιά – με ένα ύφος που ακτινοβολεί μερικά ακόμη ψήγματα παρεξήγησης-.
Ταρίφας : Οι γυναίκες, φίλε μου, είναι σαν την σκιά. Όσο τρέχεις, τόσο αυτή σε ακολουθεί από πίσω. Γκέγκε?
Για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώ να επεξεργαστώ την φωτεινότητα της στιγμής. Σκέφτομαι τον ταρίφα να τρέχει για 18μιση μήνες και την γυναίκα του να τον ακολουθεί σαν σκιά από πίσω, δεξιά αριστερά, στην λαϊκή να κρύβεται πίσω από τις ντομάτες, στο Zara να έχει χώσει το κεφάλι της πίσω από το δοκιμαστήριο και να σφυρίζει αδιάφορη, στο γήπεδο ντυμένη στα ασπρόμαυρα να φωνάζει ΜΠΑΟΚάρα. Ακόμη όμως και σ” αυτή τη σουρεάλ σκηνή, ένα ίχνος λογικής ψάχνει να βρει το δρόμο του. Και τι είναι δηλαδή αυτό που την κάνει *******? Εμείς αμάν κάνουμε μια γυναίκα να μας ρίξει έστω μια δεύτερη ματιά, πόσο μάλλον να γίνει σκιά μας. Και μια που έχουμε φτάσει στην Αγίας Σοφίας και ο δρόμος μέχρι την Αριστοτέλους φαίνεται μακρύς, αποφασίζω να αφεθώ στα χέρια του Δάσκαλου μπας και αποκτήσω καμιά σκιά, γιατί η μόνη σκιά που έχω είναι μια Rilken, που ξέχασε η αδερφή μου στο μπάνιο.
Πελάτης: Και δηλαδή, κυρ Παναγή μου, εσείς τρέχατε και αυτή από πίσω?
Ταρίφας : Αν έτρεχα λέει? Κεντέρη Πρεζάκι μάθε μηχανάκι με φωνάζανε όλοι.
Πελάτης: Κάτι όμως κάτι δεν μου κολλάει σ” αυτή την ιστορία κυρ Παναγή μου και να με συγχωρείς. Η γυναίκα σου είναι η μεγαλύτερη ******* απ” όλες και γι” αυτό την παντρεύτηκες. Παρόλ” αυτά έκανε 18μιση μήνες για να σου κάτσει παρόλο που έτρεχε από πίσω σας σαν το κογιότ. Σωστά?
Ταρίφας : Σωστά. Αν και δεν με αρέσεί να λες την γυναίκα μου *******.
Πελάτης: -Μα εσείς μου το είπατε.
Ταρίφας : Ναι, αλλά εμένα είναι γυναίκα μου, μπορώ να την λέω όπως θέλω. Ενώ εσύ δεν τη ξέρεις, βιάζεσαι να πάς στη δουλεία σου και άμα σε αφήσω εδώ άντε να βρεις ταξί.
Πελάτης: Με συγχωρείτε, δεν είχα πρόθεση να σας προσβάλλω, είμαι σίγουρος ότι η γυναίκα σας είναι μια αξιαγάπητη και πάνω απ” όλα αξιόλογη κυρία.
Ταρίφας : Μπα, ******* είναι. Γι” αυτό την παντρεύτηκα.
Πελάτης: Μάλιστα. Μήπως θα θέλατε να μου εξηγήσετε πώς μία γυναίκα που εκδηλώνει ένα μακροχρόνιο ενδιαφέρον για έναν άντρα, είναι κατά εσάς, και το τονίζω κατά εσάς, γιατί κατ” εμε αποτελεί μια αξιολάτρευτη κυρία, *******, και μάλιστα η μεγαλύτερη? Και επιπλέον αποφασίζετε να την παντρευτείτε?
Ταρίφας : Άκου λοιπόν καρντάση. Εγώ το γυναικάκι μου το είδα πρώτη φορά στην Ικτίνου. Ξανθό, ψηλό, με ένα μίνι ως τον ομφαλό, σταματάω να την πάρω κούρσα. «Που πάτε μαντάμ», της φωνάζω. «Νεάπολη», με λέει αυτή. «Μπέκα μέσα», την λέω εγώ. Κάθεται στο πίσω κάθισμα. Εγώ χαμηλώνω το καθρέφτη για να βλέπω τα μπούτια της. Και είχε κάτι μπούτια καρντάση, άλλο να σε λέω και άλλο να τα βλέπεις. «Παντρεμένη, μαντάμ?», τη ρωτάω. «Ελεύθερη» με λέει αυτή. Θα ******υμε σκέφτομαι εγώ. Σήμερα όμως όχι μετά από 18μιση μήνες, σκέφτομαι τώρα. Με πιάνει κουβέντα. Και «τι ωραία μάτια που έχεις», με λέει, και «τι πυκνά μαλλιά», με λέει, και «100 ευρώ ********άκι-πισοκωλλητό» με λέει και μένω κόκαλο. «Τι 100 ευρώ?» την λέω? «100» με λέει, και μου κλείνει το μάτι πονηρά. Γυρνάω και την κοιτάζω όπως κοιτάζω εσένα καλή ώρα. Και είναι καρντάση σαν Filmnet 3 μετά τις 12. Την κοιτάω στα μάτια και την λέω: «Άμα είχα 100 ευρώ μαντάμ, θα παντρευόμουνα». Με κοιτάει στα μάτια και με λέει: «Άμα σε δώσω 100 ευρώ, με παντρεύεσαι?». Σε μια προσπάθεια να το παίξω κούκλος την λέω: « Τι με λες ρε κοπέλα μου, εγώ και τζάμπα σε παντρεύομαι». «Έκλεισε», με λέει αυτή. «Αύριο κάνουμε τα χαρτιά, γιατί την Παρασκευή λήγει η άδεια παραμονής μου, και με στέλνουν πίσω στα Σόφια. Με παντρεύεσαι και σε 18 μήνες χωρίζουμε, παίρνω εγώ τα χαρτιά μου και μετά φιλαράκια». «Σοβαρά με μιλάς τώρα?» την λέω. «Σοβαρότατα» με λέει. Το σκέφτομαι ρε καρντάση και λέω στον εαυτό μου: «εγώ είμαι σαν ανάποδο ****το, τέτοιο μ***ί και να το πλήρωνα δεν με καθόταν. Το παντρεύομαι, κάνω το κομμάτι μου, βγάζω τα γούστα μου και σε 18 μήνες χωρίζω. Έτσι κι αλλιώς όλα τα καλά πράγματα έχουν ένα τέλος. «Μέσα» την λέω και την άλλη μέρα παντρευτήκαμε.
Πελάτης: Οφείλω να ομολογήσω πως με καλύψατε εν μέρει. ΟΚ, νομίζω ότι είναι φανερό, ότι η γυναίκα σας είναι όντως *******, και μάλιστα γι” αυτό την παντρευτήκατε. Βέβαια αυτό δεν την κάνει και την μεγαλύτερη. Μάλιστα είμαι σίγουρος ότι πολλοί έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα σας, και μάλιστα πέρασαν 18 μήνες λαγνείας, σαρκικής υπερβολής, σεξουαλικής κραιπάλης και μάλιστα τζάμπα.
Ταρίφας : Δεν με λες καρντάση, βιάζεσαι πολύ?
Πελάτης: -Κοιτάω το ρολόι μου, έχω αργήσει ήδη 1 ώρα οπότε δεν ********- Μπα μωρέ.
Ταρίφας : Ε άκου τότε να τελειώσω και μετά με λες αν ήταν όντως η μεγαλύτερη.
Πελάτης: Παρακαλώ.
Ταρίφας : Πάμε λοιπόν σπίτι μετά το γάμο. Τρέχω και γω στο κρεβάτι. Απλώνω την κορμάρα και μένω με τις κάλτσες. Σκάει μύτη και η μαντάμ, ζαρτιέρες, μαύρα εσώρουχα και από πάνω μακρύ αδιάβροχο. Πω ρε μάνα μου, αναλογίζομαι, τι γυναίκα βρήκα ο καργιόλης. Τρίβω τα χέρια μου με ευχαρίστηση. Με πλησιάζει, με δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και με λέει «Άντε Παναγή μου, κοιμήσου εσύ τώρα γιατί έχει μεροκάματο αύριο και εγώ πρέπει να πάω για δουλεία». Τι έγινε ρε Παναγή, λέω στον εαυτό μου? Δες σας τα πάνε καλά μαντάμ. «Πού νομίζεις ότι πάς?» την λέω. «Στη δουλειά», με λέει. « Η γυναίκα του Παναγή δουλεία? Στο γόνα ρε θα σε σφάξω», την λέω. «Αχ, Παναγή μου είσαι πολύ γλυκός, αλλά δυστυχώς, αν δεν πάω για δουλεία θα ταράξουμε τον Θείο Νίκολαι, και δεν το θέλουμε αυτό, το θέλουμε?». « Και ποίος τον χέζει μωρή τον θείο σου τον Νίκολαι? – κανένας καημένος βούλγαρος τσομπάνης που νομίζει ότι η ανιψιά του δουλεύει νυχτερινή βάρδια ως νευροχειρούργος στο Διαβαλκανικό. «Ε καλά τώρα που θα περάσει να με πάρει, να του το πεις» με λέει, και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της χτυπάει η πόρτα. Τρέχει η μαντάμ να ανοίξει και τσιροκοπάει υστερικά «Τσίτσκο Νίκολαι, Τσίτσκο Νίκολαι». «Γαμώ το σόι σου» μουρμουρίζω καθώς βάζω τη ρόμπα μου και ετοιμάζομαι να πω σ” αυτόν το βουκόλο βούλγαρο να αφήσει εμένα και τη γυναίκα μου ήσυχο, μπας και ******υμε απόψε. Την ώρα που πάω να διασχίσω την πόρτα του σαλονιού πέφτω πάνω σε μια τεράστια ντουλάπα, που κάποιος μετακίνησε χωρίς να μου το πει. «Καλά ακόμη δεν μπήκες στο σπίτι, άρχισες να μετακινείς και τα έπιπλα?», φωνάζω. Προς έκπληξή μου όμως αντί να με απαντήσει το γυναικάκι μου, με απαντάει η ντουλάπα με μια βραχνή, σκοτεινή φωνή: «Στράβο Ντρουγκάρι. Για σουμ Τσιτσκο Νίκολαι», και με δίνει μία στην πλάτη, με σκοπό μάλλον να με χαιρετήσει αν και εγώ το ένιωσα σαν προσπάθεια να με ισιώσει την σκολίωση που είχα από μικρός. «Σιγά ρε καρντάση, θα με ξεκάνεις» του λέω. «Ήρθα να πάρω Νάτασα για δουλεία. Προμπλέμα?» με λέει. «Κανένα προμπλέμα, τον λέω, μόνο φέρτηνα πίσω πριν τις έξι, να με κάνει τουλάχιστο κάνα φαγητό, όχι τίποτε άλλο, άλλα να μην λέει και η γειτονιά ότι πήρα καμιά ακαμάτα. «Νέμα προμπλέμα, με λέει, και με δίνει άλλη μία, με αποτέλεσμα να επαναφέρει την σκολίωση που είχα ξεπεράσει πέντε λεπτά πριν. Έτσι λοιπόν κυλούσε η ζωή μου τους επόμενους 18 μήνες. Κούρσα όλη μέρα, την καθιερωμένη σφαλιάρα στη πλάτη κάθε βράδυ από τον Τσίτσκο Νίκολαι και με την ελπίδα ότι την επόμενη μέρα θα βρω την ευκαιρία έστω να γλύψω ένα κοκαλάκι από την Νάτασσα, περνούσαν οι μέρες του έγγαμου βίου μου.
Πελάτης: Ωραία όλα αυτό κυρ Παναγή μου, αλλά η κυρία Νάτασσα, όχι μόνο σκιά σου δεν είχε γίνει, άλλα ούτε καν την σκιά της δεν είχες δει όσο ήσασταν παντρεμένοι.
Ταρίφας : Πάλι βιάζεσαι καρντάση. Και επειδή φτάνουμε Αριστοτέλους σε λίγο, θα σε τα πω γρήγορα. Τον τρίτο μήνα λοιπόν, η κυρά, επειδή λέει ότι δεν ικανοποιούσα τις σεξουαλικές μου ανάγκες, εκδήλωσε μια παθολογική ζήλια, γιατί λέει ότι εμείς οι άντρες που αυτή τους ξέρει καλύτερα από τον καθένα, αν δεν ******υμε για 1 μήνα, αρχίζουμε να ξενοπηδάμε, και επειδή δεν ήταν διατεθειμένη να λερώσει το στεφάνι της, άρχισε να έρχεται μαζί μου όλη μέρα όπου και να πήγαινα. Πήγαινα να πάρω τσιγάρα «πού πάς παναγής?» με φώναζε, «για τσιγάρα» την απαντούσα, «έρχομαι και γω» με απαντούσε. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να εξαφανιστώ, τόσο πιο πολύ ζήλευε, με αποτέλεσμα να παίζω πρέφα με τους συνάδελφους, και να έχω την κυρα-Νάτασσα στο διπλανό τραπέζι. Και το χειρότερο απ” όλα ήταν πώς άμα η παρτίδα κρατούσε πολύ, και έχανε κανένα ραντεβού, έριχνε και καμιά ξεπέτα σε κάνα συνάδελφο για να ρεφάρει τη χασούρα. Αποτέλεσμα, όλος ο συνεταιρισμός «Μακεδονία» να έχει πηδήξει τη γυναίκα μου, εκτός από μένα. Όταν βέβαια της πρότεινα, αντί να ζηλεύει ότι θα ξενοπηδήξω επειδή δεν με κάθεται, να με κάτσει να ησυχάσω και γω να ησυχάσει και αυτή ξέρεις τι με απάντησε? «I never mess business with pleasure darling». Βέβαια επειδή εγώ δεν ξέρω Βουλγάρικα, δεν κατάλαβα τι μου είπε. Περάσανε λοιπόν 18 μήνες και γω, είχα βάλει το πουλί μου στη γυάλα μαζί με όλα τα άλλα πράγματα που βάζουμε σε γυάλες (Φυτά και λουλούδια, Αντικείμενα μικρά που δεν θέλουμε να χάσουμε, Τα όνειρα και τις προσδοκίες μας ). Το διαζύγιο βγήκε και η Νάτασσα, ήρθε στο σπίτι να πάρει τα πράγματα της. Την κοιτάω απορημένος. «Ρε συ Νατάσσα, είμαστε τόσους μήνες παντρεμένοι, τώρα πια είσαι ελεύθερη, έχεις τα χαρτιά σου, θέλω να μου κάνεις μια χάρη» την λέω. «Ότι θες Παναγή μου», με λέει. «Νατάσσα, θέλω να με κάτσεις, θέλω να σε πηδήξω, να σε πετάξω το ***** στα τζάμια», λέω σαλταρισμένος και απηυδισμένος μετά από 18 βασανιστικούς μήνες αγαμίας. «Ντόμπρο» με λέει. «Ντόμπροοοοο?», ουρλίαζω και σε κλάσματα του δευτερολέπτου μένω με τις κάλτσες. «100 ευρώ» με λέει. «Τι 100 ευρώ, Νατάσσα μου», την λέω και το μάτι μου έχει θολώσει πιο πολύ από τον Θερμαϊκό πριν το βιολογικό καθαρισμό. «Ε τώρα που δεν είμαστε παντρεμένοι Παναγή, πρέπει και γω να ζήσω» με λέει. Δεν άντεξα άλλο καρντάση, την έδωσα 100 ευρω και μετά από 18μιση μήνες, με έκατσε.
Πελάτης: Τελικά σε παρεξήγησα κύριε Παναγή. Δίκιο έχεις. Ήταν όντως η μεγαλύτερη ******* από όλες.
Ταρίφας : Σ” ευχαριστώ για την κατανόηση καρντάση, άλλα θα εκτιμούσα αν δεν μιλούσες έτσι για το στεφάνι μου.
Πελάτης: Μα καλά, δεν χωρίσατε?
Ταρίφας : Χωρίσαμε.
Πελάτης: Ε, τι στεφάνι σου τότε?
Ταρίφας : Παρέλειψα να σου πω, πώς τον 19ο μήνα, όταν απελάσανε το Θείο Νικολάι, η Νάτασσα, έμεινε μόνη και απροστάτευτη. Έτσι με παρακάλεσε να την παντρευτώ ξανά και να αναλάβω εγώ το όλο το business.
Πελάτης: Και καλά μετά από όλα αυτά δέχτηκες?
Ταρίφας : Φυσικά δέχτηκα, ξέρεις πόσο χρήμα έχει η δουλεία του p.i.m.p.? Άσε που τώρα έχω την Νατάσσα δικία μου όλο το βράδυ.
Πελάτης: Έ φαντάζομαι κάτι είναι και αυτό. Τουλάχιστον τώρα, και σου κάθεται, δεν έχεις παράπονο?
Ταρίφας : Τι με λέει ρε το άτομο? Παντρεμένος άνθρωπος είμαι ρε καρντάση, ******** θα *****?
Κάπως έτσι ξεκίνησα να παίρνω λεωφορείο……

μπλιάξχαχαχα (Δεν υπάρχει βαθμολογία)
Loading...

, , , , , , , , , ,

Σχολιάστε