Ένας φορτηγατζής μεταφέρει κοκα κόλες σε έναν επαρχιακό δρόμο όταν βλέπει μια πανέμορφη νέα κοπέλλα να στέκεται στην άκρη του δρόμου.
Μόλις η κοπέλα βλέπει το φορτηγό να την πλησιάζει, κάνει στον οδηγό επίμονα νοήματα να σταματήσει. Βλέποντας την επιμονή της κοπέλας, ο οδηγός, καλόκαρδος καθώς είναι σταματάει και την ανεβάζει στο αμάξι.
Ύστερα από μία ώρα δρόμου φτάνουν στο πρώτο χωριό. Κάνει τρομερή ζέστη και οι δρόμοι είναι κυριολεκτικά έρημοι. Η κοπέλα λέει στον οδηγό ότι επιθυμεί να κατέβει στην επόμενη διασταύρωση και ο οδηγός υπακούει. Πριν κατέβει από το αυτοκίνητο, η κοπέλα, πιάνει με τα δυο της χέρια το πρόσωπο του οδηγού και τον φιλά παθιασμένα. Αμέσως μετά, ερεθισμένη του ζητά να της κάνει έρωτα. Ο οδηγός, φυσικό καθώς είναι πολύ καυτή ερεθίζεται κι αυτός αλλά η καμπίνα του φορτηγού είναι στενή και άβολη και η καρότσα τίγκα στις κοκα κόλες. Παίρνει λοιπόν ένα μεγάλο κόκκινο πανί με το οποίο είχε καλύψει τις κοκα κόλες για να μη σκονίζονται, το βάζει πάνω στο έρημο πεζοδρόμιο και το στερεώνει στις τέσσερις άκρες με τέσσερα καφάσια.
Η κοπέλα, πιο ερεθισμένη από κάθε άλλη φορά, γδύνεται και ξαπλώνει πάνω στο πανί με τα πόδια ορθάνοιχτα. Ο οδηγός γδύνεται κι αυτός αλλά μόλις είναι έτοιμος να της κάνει έρωτα, η κοπέλλα, εξουθενωμένη από την υπέρμετρη ένταση της ερωτικής επιθυμίας, παθαίνει έμφραγμα και αφήνει την τελευταία της πνοή. Το ολόγυμνο σώμα της μένει άψυχο πάνω στο κόκκινο πανί, με τα πόδια ορθάνοιχτα να αναζητούν το ανδρικό μέλος και στο πρόσωπό της ζωγραφισμένη εκστατική η έκφραση του ύψιστου πόθου για λάγνο έρωτα. Ο οδηγός σαστισμένος κάνει μια άτσαλη προσπάθεια να την επαναφέρει. Βλέποντας ότι ο κόπος είναι μάταιος μπαίνει στο φορτηγό και τρέπεται σε φυγή με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Λίγο αργότερα φτάνουν δύο περαστικοί και βλέπουν τη γυμνή κοπέλα ξαπλωμένη στο πανί.
– Για δες κουμπάρε, λέει ο πρώτος «αυτό είναι θαύμα» και αφού γδύνεται πάει πάνω από την κοπέλα και ικανοποιεί τα σαρκικά του ένστικτα ενώ ο άλλος παίρνει μια κόκα κόλα από το καφάσι και παρακολουθεί με προσήλωση το φίλο του.
Μόλις τέλειωσε η δουλειά, σηκώνεται ο πρώτος, βάζει το παντελόνι του, παίρνει κι αυτός μια κοκακόλα, την ανοίγει, πίνει δυο γουλιές, βγάζει μ’ένα ρέψιμο το ανθρακικό και λέει
– Αυτό μάλιστα, είναι προώθηση προϊόντος. Όχι σαν τη μαλακία την Pepsi που κοιτάς πίσω από τα καπάκια να δεις αν κέρδισες.