Είναι η μέρα που ο Aγιος Πέτρος δέχεται τους πεθαμένους στον παράδεισο. Ουρά έξω από την πύλη. Κατά τις 10 έρχεται ο Aγιος βαριεστημένος με το καφεδάκι του και το τσιγάρο του. Ανοίγει την πύλη και λέει να περάσει ο πρώτος. Περνά ο πρώτος και τον ρωτάει ο Aγιος: «παντρεμένος φίλε; ναι του απαντά. και δεν μου λες, έχεις απατήσει την γυναίκα σου; τι να πει και αυτός, ψέματα στον άγιο δεν γίνεται.
Ναι του απαντά, παντρεμένος και την έχω απατήσει την γυναίκα μου καμιά δεκαριά φόρες. Καλά του λέει ο Aγιος. Πέρνα στον παράδεισο. Το ίδιο έγινε και με όλους τους υπόλοιπους. Όλοι είχαν κάνει τις ατασθαλίες τους και όλοι περνούσαν στον παράδεισο.
Στο τέλος της ουράς στεκόταν ένας τύπος, κοντός, φαλακρός, χωρίς δόντια, ζαρωμένος, με τεράστια μύτη και αδύνατος. Γενικά ένας άνθρωπος απελπισία. Τέρας και έκτρωμα της φύσης. Έτριβε τα χέρια του και μονολογούσε. Ωραία, έχω σίγουρη θέση.
Αφού πέρασαν όλοι αυτοί που έκαναν το κέρατο επιστήμη εγώ που δεν κεράτωσα ποτέ την γυναίκα μου είμαι σίγουρα μέσα. Φτάνει λοιπόν και η σειρά του. Παντρεμένος; ρωτά ο Aγιος. Μάλιστα άγιε πατέρα, και δεν μου λες μεγάλε απάτησες την γυναίκα σου; ποτέ άγιε. Τότε πέρνα στην κόλαση.
Κάγκελο ο τύπος. Μα τι λες άγιε; πέρασαν όλοι οι αμαρτωλοί κι εγώ που είμαι καθαρός θα πάω στην κόλαση; ναι του λέει ο Aγιος. Γιατί; ρωτά και του απαντά. εγώ μεγάλε είμαι εδώ για να συγχωρώ τις αμαρτίες και όχι τις μαλακίες.