Τοποθεσία , φυσικά στο σπίτι του Άι Βασίλη , ξέρετε εκεί στα χιόνια βόρεια πολύ βόρεια !!!
Χρόνος … δεν έχει σημασία ποια χρονιά , μάλλον μια από τις τελευταίες 😉
Ο γέρο-Αι Βασίλης μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά κατάκοπος, είχε παρκάρει το έλκηθρο και χάιδευε τη μουσούδα του μπροστινού ταράνδου του.
Η κυρα-Αι Βασίλαινα τον παρατηρούσε από το χνωτισμένο τζάμι του παραθύρου του καθιστικού νιώθοντας (ακόμα ) έναν μικρό θαυμασμό: «Χαρά στο κουράγιο του» σκεφτόταν «…σ’ αυτή την ηλικία να μην τα παρατάει! Ας την πάρει μειωμένη τη σύνταξη, στο κάτω-κάτω, έχουμε κομπόδεμα».
Από μια παραξενιά της προοπτικής όμως, κι ενώ ο γέρος της εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά στον αγαπημένο του τάρανδο, η κυρά-Αι Βασίλαινα είδε τη εξής εικόνα: Ενώ το σώμα του ταράνδου ήταν κρυμμένο πίσω από το ευτραφές κορμί του Άγιου, τα κέρατα του ζωντανού εξείχαν πάνω από τον κόκκινο σκούφο με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι ξεφύτρωναν από το κεφάλι του συζύγου της!
Προς στιγμή τρόμαξε.
Φοβήθηκε ότι θα αποκαλυφθεί το μυστικό της.
Δηλαδή, το τι έκανε κάθε βράδυ παραμονής πρωτοχρονιάς με διάφορους μεθυσμένους Φιλανδούς, αλλά και με τουρίστες που επισκέπτονταν το χωριό τους τέτοια εποχή.
Καθώς, βέβαια , ο Αι Βασίλης άρχισε να πλησιάζει στο σπίτι η οφθαλμαπάτη εξαφανίστηκε.
Ο αρχικός της τρόμος υποχώρησε για να δώσει όμως τη θέση του σε μια σειρά από συνειρμικές σκέψεις: «…και που ξέρω εγώ τι κάνει αυτός εκεί που γυρνάει σ’ όλον τον κόσμο; κι αν εκεί που κατεβαίνει από τις καμινάδες πέσει πάνω σε τίποτα ξετσίπωτες που τον περιμένουν ξαναμμένες για να πραγματοποιήσουν τις φαντασιώσεις τους;
Τα ξέρω εγώ αυτά, τα έχω δει στο συνδρομητικό… ε, τι νόμιζες κύριε, ότι μ’ έχεις κλεισμένη στην παλιοκαλύβα και δεν ξέρω τι γίνεται στον κόσμο; αμ ξυπνήσαν οι σκλάβοι…».
Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε επιτέλους στο ζεστό καθιστικό ο Άι αντιμετώπισε μια υποδοχή που δεν την περίμενε.
Η καλή του γυναικούλα τον καλωσόρισε κάπως ασυνήθιστα : «Μπα; τον βρήκες το δρόμο; Έχει σούπα στην κατσαρόλα, αν θες ζέστανέ τη, και χθεσινό ψωμί. Εγώ πάω για ύπνο…».
«Τι να πεις, γυναίκες…» σκέφτηκε ο αθώος γέρος, ζέστανε λίγη σούπα πήρε κι ένα ξεροκόμματο να κάνει παπάρα και κάθισε στην πολυθρόνα του.
Πήρε το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι κι άνοιξε την τηλεόραση.
Στο συνδρομητικό.
Που έπαιζε μια πρωτοχρονιάτικη τσόντα.
Τέλειωσε τη σούπα του απορροφημένος από την «πλοκή» του έργου και τον πήρε ο ύπνος με μια απορία να στριφογυρίζει μέσα στο κάτασπρο κεφάλι του:
«Που στο διάολο είναι αυτά τα σπίτια; Έφαγα τον τόπο και δεν βρήκα κανένα…γαμώτο»